Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Εργασία κορονοϊού 1η


Σας δίνεται ένα αρχαίο κείμενο (μύθος του Αισώπου ) και ακριβώς από κάτω ένα λεξιλογιο (μία λέξη σχεδόν για κάθε σειρά κειμένου). Διαβάστε το αργά αργά και προσεκτικά (όσες φορές χρειαστεί)  και προσπαθήστε να συνθέσετε ένα δικό σας κείμενο που να αποδίδει τον μύθο στη νέα ελληνική γλώσσα. Φροντίστε τη διατύπωση και την ορθογραφία και στείλτε το στο mail μου : panosern@gmail.com . ΠΡΟΣΟΧΗ: δε ζητάω τη μετάφραση του κειμένου. Καλό, επίσης, είναι να δουλέψετε ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ. Δεν πειράζει αν κάνετε λάθη. Αρκεί η προσπάθεια. Καλή δουλειά.



Ξυλευόμενός τις παρά τινα ποταμὸν τὸν πέλεκυν ἀπέβαλε. Τοῦ δὲ ῥεύματος παρασύραντος αὐτὸν ὠδύρετο, μέχρις οὗ ὁ Ἑρμῆς ἐλεήσας αὐτὸν ἧκε. Καὶ μαθὼν παρ' αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, δι' ἣν ἔκλαιε, τὸ μὲν πρῶτον καταβὰς χρυσοῦν αὐτῷ πέλεκυν ἀνήνεγκε καὶ ἐπυνθάνετο, εἰ οὗτος αὐτοῦ εἴη. Τοῦ δὲ εἰπόντος μὴ τοῦτον εἶναι, ἀργυροῦν ἀνήνεγκε καὶ ᾐρώτα, εἰ τοῦτον ἀπέβαλεν. Ἀρνησαμένου δὲ καὶ τοῦτον τὸ τρίτον τὴν ἰδίαν ἀξίνην αὐτῷ ἐκόμισε. Τοῦ δὲ ἐπιγνόντος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην πάσας αὐτῷ ἐχαρίσατο. Καὶ ὃς παραγενόμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους τὰ γεγενημένα αὐτοῖς διηγήσατο. Τῶν δέ τις ἀναλαβὼν πέλεκυν παρεγένετο ἐπὶ τὸν αὐτὸν ποταμὸν καὶ ξυλευόμενος ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε, καθεζόμενός τε ἔκλαιε. Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου, τί τὸ συμβεβηκὸς εἴη, ἔλεγε τὴν τοῦ πελέκεως ἀπώλειαν. Τοῦ δὲ χρυσοῦν αὐτῷ ἀνενεγκόντος καὶ διερωτῶντος, εἰ τοῦτον ἀπολώλεκεν, ὑπὸ τοῦ κέρδους ἐξαφθεὶς ἔφασκεν αὐτὸν εἶναι. Καὶ ὁ θεὸς αὐτῷ οὐκ ἐχαρίσατο, ἀλλ' οὐδὲ τὸν ἴδιον πέλεκυν ἀποκατέστησεν.
Μύθος του Αισώπου (διασκευή)

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Ξυλευόμενός : καθώς έκοβε ξύλα
ὠδύρετο : έκλαιγε
ἧκε: ήρθε
ἐπυνθάνετο: ζήτησε να μάθει
εἴη: ήταν (ευκτική του ρ. ειμί, θα τη μάθουμε αργότερα)
ἀνήνεγκε: έφερε
ἐπιγνόντος: όταν το αναγνώρισε
παραγενόμενος: όταν πήγε
ἀναλαβὼν: αφού πήρε
δίνας: το ρεύμα του ποταμού
πυνθανομένου: ζήτησε να μάθει (ρ. πυνθάνομαι, όπως και παραπάνω)
ἀνενεγκόντος: όταν του έφερε (δλδ. του ανέβασε από το ποτάμι)
ἀπολώλεκεν: είχε χάσει
ἐξαφθεὶς: επειδή φλεγόταν από την επιθυμία (του κέρδους)
ἔφασκεν: ισχυρίστηκε